δυσπαρηγόρητος

δυσπαρηγόρητος
δυσπαρηγόρητος
inconsolable
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δυσπαρηγόρητος — η, ο (Α δυσπαρηγόρητος, ον) απαρηγόρητος αρχ. 1. αυτός που δύσκολα ησυχάζει 2. (για πόνο) αυτός που δύσκολα καταπραΰνεται …   Dictionary of Greek

  • δυσπαρηγόρητον — δυσπαρηγόρητος inconsolable masc/fem acc sg δυσπαρηγόρητος inconsolable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσπαρηγόρητοι — δυσπαρηγόρητος inconsolable masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”